- προστρουθίζω
- Α(συν. το παθ.) προστρουθίζομαικαθαρίζομαι προηγουμένως με στρούθειο*. με σαπουνόχορτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + στρουθίζομαι (< στρούθειον «βοτάνι για τον καθαρισμό υφασμάτων»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.